-
1 αὖθις
αὖθις, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] αὖτις (also in S.Ichn.227,229, Fr. 599, cod. Laur. in Id.OC 234 (lyr.), 1438, and Men.Epit. 362, Sam. 281, 292), Adv., a lengthd. form of αὖ:I of Place, back, back again,αὖτις ἰών Il.8.271
, al.; ἂψ αὖτις ib. 335;τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις 6.391
; rare later,δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε Ar.Ra. 1077
.II of Time, again, anew, Il.4.222, etc.; freq. strengthd.,ὕστερον αὖ. 1.27
, cf. S.Aj. 858;ἔτ' αὖ. Il.9.375
;πάλιν αὖ. 5.257
, S.Fr. 487;αὖ. πάλιν Id.OC 364
, etc.; αὖ. αὖ πάλιν ib. 1418 codd.;αὖ πάλιν αὖθις Ar.Nu. 975
;μάλ' αὖ. A.Ch. 654
, 876, Ag. 1345; βοᾶν αὖθις cry encore! X.Smp.9.4.
См. также в других словарях:
αύθις — αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α) 1. πίσω στο ίδιο σημείο απ όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε») 2. χρον. πάλι, ξανά 3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» αυτά θα … Dictionary of Greek